-
1 ὑπο-δρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen, Antiph. 3 β 5; καὶ κολακεία, Kriecherei, Ael. V. H. 14, 29. – Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung, Ael. H. A. 14, 26.
-
2 ὑποδρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen; καὶ κολακεία, Kriecherei; Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung -
3 σαθρός
A unsound,σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15
; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ ς. impotent, PGnom.244 (ii A.D.).2 of a vessel, cracked, opp.ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb. 55c
;εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht. 179d
; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ ς. Id.Grg. 493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud. 804a32
: metaph.,ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e
.3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109;σ. λόγοι E.Hec. 1190
, Rh. 639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις ς.; Id.Supp. 1064; ;σ. μετάβασις Pl.Lg. 736e
;σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227
;εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c
; ;τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu. Dio 23
. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN 1100b7. -
4 ἡδονή
ἡδονή, ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχϑροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχϑον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόςδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν ϑ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσϑαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνϑουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Ggstz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποϑοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Aehnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καϑ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καϑ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καϑ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καϑ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καϑ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῠντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳϑυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληϑηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καϑ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελϑεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.
-
5 σύν-τροφος
σύν-τροφος, mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον γένος, Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ σύντροφος, Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ σύντροφος, Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέϑας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft πρόμαχος καὶ σύντροφος ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.
-
6 σύντροφος
σύντροφ-ος, ον,A brought up together with, τινι Hdt.1.99;ὦ Κύπριδι.. καὶ Χάρισι.. ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach. 989
(lyr.); also c. gen., foster-brother,οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43
J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase,τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2
; freq. of domestic animals,σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65
; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν ς. X.Mem.2.3.4;ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11
; κυνίδιον ς. Plu.Aem.10;ὄρνις Luc.Lex.6
: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj. 861; of like habits with oneself, Pl.Lg. 949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 ([place name] Teos), cf. 3142.3 ([place name] Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN 1161b34.2 generally, living with,τοῖς φονεῦσι S.El. 1190
; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph. 171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT 1119 (lyr.);γυμνασίῳ Plu.2.130c
; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen.,σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9
; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).3 of things, habitual,νόσημα Hp.
Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ς. the congenital property of nature, Pl.Plt. 273b; πῦρ τὸ ς. innate heat, Hp. de Arte12; σ. τινί natural to,χυμῷ Id.Off.11
;φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29
;ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158
S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ ς. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph. 203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., - φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.II [voice] Act., joint-herd, fellow-herdsman,τῆς ἀγέλης Pl.Plt. 267e
.2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing.., Pl.Lg. 845d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντροφος
-
7 крыть
крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -оρ.δ. μ.1. σκεπάζω, καλύπτω•крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.
2. επενδύω, ντύνω.3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.
5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!
6. μαλώνω, επιπλήττω.εκφρ.крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крытьнечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.κρύβομαι•в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•
что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.(χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι. -
8 ἄθρυπτος
A unbroken, imperishable, Plu.2.1055b; tough, of flesh, Herophil. ap. Gal.4.596.II not enervated, Carm. Aur. 35; of language, not affected, λέξις ἀφελὴς καὶ ἄ. Plu.Lyc.21:—of a person, ἄ. εἰς γέλωτα never breaking into laughter, Id.Per.5;ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Id.2.38b
. Adv.- τως Id.Fab.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθρυπτος
См. также в других словарях:
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… … Dictionary of Greek
κολακευτικός — ή, ό (AM κολακευτικός, ή, όν) [κολακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
Βίβιος — (Vibius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Β. Γάλλος Τριβωνιανός. Βλ. λ. Γάλλος. 2. Β. Κρίσπος (αρχές 1ου αι. μ.Χ. – 93 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, που πλούτισε με την κολακεία του και τις καταδόσεις του επί Νέρωνα, Όθωνα, Βιτέλλιου… … Dictionary of Greek
δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… … Dictionary of Greek